#860202

Τετάρτη 25 Ιουνίου 2014

Πάνου Τσολάκη: Η σημασία της προστασίας των μνημείων και της πολιτιστικής μας κληρονομιάς

        Καστοριά, Blackdiamond 30/03/2014
           του Δρ. Πάνου Τσολάκη, Καθηγητή Ιστορίας της Αρχιτεκτονικής ΑΠΘ
           e-mail: tsol@arc.auth.gr
    
          Εργασία αναγνωσθείσα, στα εγκαίνια της Ακαδημίας Γραμμάτων και Τεχνών Καστοριάς ''ΘΩΜΑΣ 
          ΜΑΝΔΑΚΑΣΗΣ'', που πραγματοποιήθηκαν στη Καστοριά, 30 Μαρτίου 2014, στον χώρο του Black       
          Diamond

       Είναι φανερό ότι κάθε πόλη αποτελεί ένα ζωντανό οργανισμό, που διαμορφώνε- ται μέσα από συνεχείς μεταπλάσεις που άλλοτε έχουν το νόημα της αργόσυρτης αναδιάρθρωσης του υπάρχοντος ιστού κι άλλοτε εκδηλώνονται βίαια, ανατρέποντας τελείως την υφιστάμενη κατάσταση, όπως συνέβη για παράδειγμα το 1917 στη Θεσσαλονίκη με τη μεγάλη πυρκαγιά που κατέστρεψε τελείως τα 3/5 της πόλης. Η Καστοριά είναι αλήθεια ότι δεν γνώρισε μεγάλες καταστροφές κι έφτασε μέχρι τις μέρες μας ακέραιη από το μακρινό της παρελθόν διατηρώντας την ιστορική φυσιογνωμία, που διαμόρφωσε κατά τους τελευταίους αιώνες της Τουρκοκρατίας και την περίοδο του Mεσοπολέμου. Σχετικά με το θέμα αυτό ο καθ. Ν. Μουτσόπουλος ανέφερε παλαιότερα: Η Καστοριά είναι ίσως η μοναδική πολιτεία που έχει διαφυλάξει ακέραιες και ανόθευτες τις γνήσιες μεσαιωνικές της παραδόσεις σε όλους τους τομείς και ιδιαίτερα στην αρχιτεκτονική και την πολεοδομία.
         Στη χώρα μας δυστυχώς χάθηκε μεταπολεμικά μεγάλος πλούτος της αρχιτεκτονικής μας κληρονομιάς από άγνοια και αδιαφορία. Το κακό ξεκίνησε από την Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη, όπου κατεδαφίστηκαν πολλά αξιόλογα νεοκλασικά και εκλεκτικιστικά μέγαρα και συνεχίστηκε και στις επαρχιακές πόλεις. Στη θέση των παλιών κτισμάτων κτίστηκαν με το απαράδεκτο σύστημα της αντιπαροχής φτηνές, άχαρες και ογκώδεις πολυκατοικίες, για τις οποίες είμαστε υπεύθυνοι όλοι μας. Με τον τρόπο αυτό οι πόλεις μας έχασαν τον ιδιαίτερο χαρακτήρα τους και αλλοιώθηκαν υπέρμετρα και μόνο οι οικισμοί των νησιών μας, μερικά χωριά στην Ήπειρο, στην Αρκαδία και στο Πήλιο, διατήρησαν την παραδοσιακή τους αρχιτεκτονική.
   Στην Καστοριά, όπως γνωρίζετε, γκρεμίστηκαν μεταπολεμικά τα παλιά σχολικά της κτήρια (Αλληλο- διδακτικό, Παρθεναγωγείο, Μεγάλη Ελληνική σχολή και το ιστορικό Γυμνάσιο), αρκετά αρχοντικά και ορισμένα αξιόλογα οθωμανικά και εβραϊκά μνημεία. Όμως παρά τις καταστροφές αυτές η Καστοριά εξακολουθεί να είναι από τις ωραιότερες πόλεις της Ελλάδος διατηρώντας το σύνολο των 70 εκκλησιών της, λείψανα των βυζαντινών τειχών της, καθώς και ένα πλήθος αξιόλογων αρχοντικών και νεοκλασικών σπιτιών. Η πρώτη ατυχής συγκυρία για την Καστοριά ήταν η σύνταξη του ρυμοτομικού της σχεδίου του 1934, που αν και σχεδιάστηκε από τον αναγνωρισμένο αρχιτέκτονα Γεώργιο Κοντολέοντα αλλοίωσε τον χαρακτήρα της πόλης χαράσσοντας νέους δρόμους ακόμη και στις παραδοσιακές συνοικίες του Ντολτσού και του Απόζαρι. Οι περιοχές αυτές έπρεπε να παραμείνουν όπως ακριβώς ήταν με όλα τα παραδοσιακά τους στοιχεία, όπως καλντερίμια, μαντρότοιχους, κρήνες κλπ. Το δεύτερο μεγάλο σφάλμα συντελέστηκε στις δεκαετίες του 1960 και ‘70, όταν με την αύξηση του πληθυσμού της πόλης κτίστηκαν ανεξέλεγκτα πρόχειρες, πολυώροφες οικοδομές με αντιπαροχή με αποτέλεσμα την αλλοίωση του χαρακτήρα της. Πιστεύουμε ότι εάν το ρυμοτομικό σχέδιο διατηρούσε τον πολεοδομικό ιστό στα τμήματα του Ντολτσού και του Απόζαρι και μειώνονταν οι συντελεστές δόμησης από τη δεκαετία του 1950, η εικόνα της πόλης θα ήταν σήμερα πολύ καλύτερη.    
        Η προστασία της αρχιτεκτονικής μας κληρονομιάς ξεκινάει ουσιαστικά το 1975 με τις πρώτες διεθνείς συμβά- σεις που υπέγραψε η χώρα μας (χάρτης της Βενετίας, διακήρυξη του Άμστερνταμ κ.ά.) και την ανακήρυξη της χρονιάς εκείνης ως «έτος προστασίας της πολιτιστικής μας κληρονομιάς».  Όμως και πάλι ως χώρα αναλωθήκαμε για χρόνια σε συνέδρια και ημερίδες για να απαντήσουμε σε διάφορα απατηλά ερωτήματα, όπως γιατί και για ποιούς να προστατεύουμε τα αξιόλογα κτίσματα, πόσα άτοκα δάνεια πρέπει να παίρνουν οι ιδιοκτήτες των διατηρητέων σπιτιών, πώς θα μεταφέρουμε το υπόλοιπο του συντελεστή του οικοπέδου, ώστε να μη χάσουμε ούτε πόντο. Δημιουργήσαμε προφάσεις για να στραφούμε προς άλλες επιλογές καθυστέρησης, καταστρατήγησης και καταπάτησης της νομοθεσίας, ώστε να «βγάλουμε» στα οικόπεδά μας περισσότερα διαμερίσματα, έστω κι αν αυτά ήταν πρόχειρα, μικρά και άβολα. Δεν αντιληφθήκαμε ότι στα παλιά κτίσματα εμπεριέχονται ιδιαίτερες αισθητικές, λειτουργικές ακόμη και συμβολικές αξίες. Η οικονομική μας ανάπτυξη στηρίχθηκε σε ένα λανθασμένο σύστημα αντικατάστασης χωρίς όρια των κτισμάτων του παρελθόντος προσδίδοντας στα οικόπεδα υπεραξία. Δεν προσπαθήσαμε επίσης να βελτιώσουμε την εικόνα των δρόμων στις πόλεις μας κάνοντας παραδοσιακά καλντερίμια, υπόγεια δίκτυα παροχής ρεύματος και χώρους στάθμευσης των αυτοκινήτων. Όλα αυτά, αλλά και πολλά ακόμη είναι αυτονόητο ότι μειώνουν την ποιότητα των κατοικιών μας, καθώς και της καθημερινής μας διαβίωσης. Σε άλλες χώρες της Ευρώπης κάθε σπίτι έχει τις δικές του θέσεις παρκαρίσματος, τα υλικά των δρόμων είναι προσεγμένα, σε κάθε ξέφωτο υπάρχουν φυτεμένα λουλούδια κι έτσι οι δρόμοι παραμένουν ελεύθεροι για την κυκλοφορία και το περπάτημα.
        Η προστασία των μνημείων της πόλης μας αποτελεί το κύριο μέλημα της αρχαιολογικής υπηρεσίας και μπορούμε να πούμε ότι από τότε που ιδρύθηκε η 17η Εφορεία Βυζαντινών αρχαιοτήτων της Καστοριάς έχουν γίνει πολλές εργασίες συντήρησης και αποκατάστασης των εκκλησιών. Πρέπει όμως να προχωρήσουν και οι αναστηλώσεις των δύο οθωμανικών μνημείων μας, του μεντρεσέ και του τζαμιού, που είναι ιδιαίτερα αξιόλογα. Πρέπει επίσης να φροντίζουμε και τον περιβάλλοντα χώρο ανάδειξης των εκκλησιών και να υπάρχουν δίγλωσσες κατατοπιστικές πινακίδες που να δίνουν χρήσιμες πληροφορίες. Τα μνημεία προβάλουν την ιστορική ταυτότητα του τόπου και διατηρούν ζωντανές τις πολιτιστικές αξίες της κάθε εποχής. Συνδέονται με τα αναπτυξιακά προγράμματα και βοηθούν ιδιαίτερα στην προβολή και την τουριστική ανάπτυξη της πόλης, η οποία δεν νοείται χωρίς το σεβασμό και την προστασία των μνημείων της. 
    Οι ιστορικοί χώροι και τα μνημεία σηματοδοτούν τη φυσιογνωμία του κτιστού περιβάλλοντος και αποτε-λούν τοπόσημα για την ιστορία της πόλης και τη συλλογική μνήμη, που διαμορφώνεται κυρίως με βάση τα αρχιτεκτονικά μνημεία του παρελθόντος, τις ιστορικές αναφορές και τις ποικίλες κοινωνικές, θρησκευτικές και πολιτιστικές εκδηλώσεις, που συμβαίνουν στο χώρο τους. Ο,τιδήποτε ωστόσο χαρακτηρίζεται και θεωρείται ως μνημείο ή ιστορικός χώρος, είτε με νομοθετική ρύθμιση είτε με βάση τις συλλογικές νοοτροπίες και την κοινωνική μνήμη, καθίσταται ένα εργαλείο ανάπτυξης του σύγχρονου αστικού τοπίου, καθώς προβάλλει και διατηρεί μια ταυτότητα η οποία υπόκειται σε πολλαπλές ερμηνείες αναγνώρισης. Ταυτόχρονα αποτελεί ένα πολιτιστικό αγαθό, καθώς διαμορφώνει ένα περιβάλλον φορτισμένο ιστορικά με διαχρονικές αξίες χρήσιμο για τους κατοίκους, αλλά και για τους επισκέπτες, που επιθυμούν να βιώσουν έναν ιστορικό χώρο που παρέχει πιο αργούς ρυθμούς ζωής πέρα από το άγχος και τα προβλήματα των μεγαλουπόλεων.
        Στον τομέα αυτό η Καστοριά προσφέρεται γιατί συνδυάζει τα μοναδικά μνημεία της με την ομορφιά του φυσικού τοπίου. Μάλιστα τις τελευταίες δεκαετίες η πόλη περιλαμβάνεται συστηματικά σε διάφορα εκδρομικά προγράμματα τουριστικού, εμπορικού και συνεδριακού ενδιαφέροντος. Πρέπει λοιπόν να θεωρήσουμε ως αυτονόητο ότι η ανάπτυξή της περνάει μέσα από την προστασία και την ανάδειξη των μνημείων της. Στον τομέα της ανάδειξης των αρχοντικών της πόλης έχουν γίνει επίσης αρκετές αναστηλώσεις, όπως στα αρχοντικά των αδελφών Εμμανουήλ, Τσιατσαπά, Σκούταρη, Σαπουντζή, Πουλιόπουλου, Ωρολογόπουλου κ.ά., από τα οποία ορισμένα χρησιμοποιούνται, ενώ άλλα πρόκειται να αξιοποιηθούν μελλοντικά. Υποδειγματική είναι επίσης η αποκατάσταση των αρχοντικών στην περιοχή των Αγ. Αποστόλων, όπου οι εργασίες έγιναν από τον Δήμο Καστοριάς και σε αυτές περιλαμβάνονταν και η συντήρηση των παλιών καλντεριμιών, των μαντρότοιχων και γενικότερα των υπαίθριων χώρων.       
      Τα τελευταία χρόνια πολλά έχουν γίνει και από την πλευρά της ιδιωτικής πρωτοβουλίας και έχουν αποκατα-σταθεί αρκετά αρχοντικά και νεοκλασικά σπίτια με πολύ καλά αποτελέσματα. Με τον τρόπο αυτό αυξήθηκε το αγοραστικό ενδιαφέρον για τις παλιές κατοικίες, με σκοπό την αποκατάσταση και τη χρησιμοποίησή τους με σύγχρονες εσωτερικές ανέσεις, που αποτελεί τη σωστή αντίληψη για μια δημιουργική και αποδοτική επένδυση. Έτσι τα παλιά σπίτια έπαψαν πλέον να γκρεμίζονται με τους ρυθμούς που «έπεφταν» πριν από μερικά χρόνια και περιμένουν τη στιγμή που θα αποκτήσουν και πάλι ζωή.       
    Στη μεταβιομηχανική κοινωνία της πληροφορικής και της κυριαρχίας της εικόνας έναντι του λόγου, το βιοτικό επίπεδο χαρακτηρίζεται από την ύπαρξη περισσότερου ελεύθερου χρόνου σε σχέση με άλλες εποχές. Ο χρόνος αυτός διατίθεται για να γνωρίσουμε νέους τόπους, να μάθουμε την ιστορία τους, να δούμε τα μνημεία τους. Η αξιοποίηση του ελεύθερου χρόνου αποτελεί ένα πεδίο ανταγωνισμού για τις «πολιτιστικές βιομηχανίες», οι οποίες προσπαθούν να προσφέρουν τα ξεχωριστά εκείνα στοιχεία του τόπου που θα προσελκύσουν τους επισκέπτες. Ωστόσο χρειάζεται προσοχή, καθώς η εμπορευματοποίηση διεισδύει και στον τομέα αυτό.
        Η ανάδειξη των μνημείων μιας πόλης με σκοπό την ανάπτυξη του πολιτιστικού τουρισμού θα πρέπει να γίνε-ται με συστηματικές προδιαγραφές, με τη λήψη κατάλληλων μέτρων και τον έλεγχο των χρήσεων γης, ώστε να μη παρουσιάζονται φαινόμενα καταναλωτισμού του χώρου και εκχυδαϊσμού του περιβάλλοντος. Η επανένταξη των μνημείων στο σύγχρονο αστικό περιβάλλον προϋποθέτει συστηματικές μελέτες, ώστε να αναδεικνύεται η ιστορικότητα των μνημείων, η μοναδικότητα, τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά τους κ.ά.
       Η άγνοια του παρελθόντος δημιουργεί προβλήματα αντίστοιχα με εκείνα που παρατηρούνται στην έλλειψη μνήμης, στην ομαλή πνευματική και ψυχική λειτουργία της ζωής του ατόμου. Η μνήμη μιας κοινωνίας αποτελεί και την ταυτότητά της και προσδιορίζεται από το σύνολο των εκδηλώσεων, υλικών και πνευματικών,  που δημιουργεί μέσα στο χώρο και τον χρόνο. Η ανάδειξη και η διαχείριση της πολιτιστικής κληρονομιάς των μνημείων στοχεύουν στη δημιουργία δομικών σχέσεων με την ιστορία και στην προβολή της ιδιαίτερης φυσιογνωμίας του τόπου, ώστε να πετύχουμε μια συλλογική επανίδρυσή του, προς όφελος κυρίως των κατοίκων του. Η διαδικασία μετάβασης από τις διαπιστώσεις στα αναγκαία έργα προϋποθέτει να γίνει κατανοητό ότι ο πολιτισμός είναι μια μακροπρόθεσμη επένδυση, τα κέρδη της οποίας δεν υπολογίζονται λογιστικά.



       

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου